I.sbottonare [zbottoˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
II.sbottonarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. sbottonarsi (aprire, slacciare):
2. sbottonarsi (slacciare i bottoni):
- fa caldo qui, sbottonati!
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.