accollarono στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για accollarono στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

II.accollare [akkolˈlare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere

Μεταφράσεις για accollarono στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

accollarono στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για accollarono στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

Μεταφράσεις για accollarono στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

accollarono Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

accollare qc a qu μτφ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Furono queste donne che si accollarono molti dei compiti logistici, giorno per giorno, che resero il movimento di successo.
it.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski