beneficiarse στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για beneficiarse στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

1. beneficiar (favorecer):

1. beneficiarse (sacar provecho):

beneficiarse
beneficiarse de algo

Μεταφράσεις για beneficiarse στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

beneficiarse στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για beneficiarse στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

Μεταφράσεις για beneficiarse στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

beneficiarse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

beneficiarse de algo
beneficiarse de algo
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "beneficiarse" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文