Γερμανικά » Ελληνικά

Alte(r) <-n, -n> SUBST mf

Alte(r)
γέρος αρσ (γριά) θηλ

Alter <-s, -> [ˈaltɐ] SUBST ουδ

2. Alter (Lebensabschnitt):

γεράματα ουδ πλ
γηρατειά ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский