Ελληνικά » Γερμανικά

ύπουλ|ος <-η, -ο> [ˈipulɔs] ΕΠΊΘ

υπόδουλ|ος <-η, -ο> [iˈpɔðulɔs] ΕΠΊΘ

απόπλ|ους <-ου> [aˈpɔplus] SUBST αρσ

μπουλούκ|ος (-α) [buˈluk|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επιτέλους [ɛpiˈtɛlus] ΕΠΊΡΡ

1. επιτέλους (έκφραση ανακούφισης):

2. επιτέλους (έκφραση αδημονίας):

μπουλούκι [buˈluci] SUBST ουδ

υπουλότητα [ipɔˈlɔtita] SUBST θηλ

υπουργία [ipurˈjia] SUBST θηλ

1. υπουργία (αξίωμα):

Ministeramt ουδ

υπουργικ|ός <-ή, -ό> [ipurjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

διάπλ|ους <-ου> [ðiˈaplus] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский