Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψάξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψάξιμο [ˈpsaksimɔ] SUBST ουδ

1. ψάξιμο (αναζήτηση):

ψάξιμο
Suchen ουδ

2. ψάξιμο (δωματίου, ατόμου):

ψάξιμο
Durchsuchen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский