Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χόνδρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χόνδρωμα [xɔnðrɔma] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

χόνδρωμα
Chondrom ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский