Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χόνδρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χόνδρος [ˈxɔnðrɔs] SUBST αρσ

1. χόνδρος ΒΙΟΛ:

χόνδρος
Knorpel αρσ
ελαστικός χόνδρος
Kehlkopfknorpel αρσ πλ

2. χόνδρος ΓΕΩΛ:

χόνδρος
Chondrum ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με χόνδρος

ελαστικός χόνδρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский