Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛlastiˈkɔs] ΕΠΊΘ και μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με ελαστικός

ελαστικός ιστός
ελαστικός χόνδρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский