Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χοντραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χοντρ|αίνω [xɔnˈdrɛnɔ], χοντρ|ύνω [xɔnˈdrinɔ] <-υνα> VERB μεταβ (κάνω χοντρότερο)

χοντραίνω

II . χοντρ|αίνω [xɔnˈdrɛnɔ], χοντρ|ύνω [xɔnˈdrinɔ] <-υνα> VERB αμετάβ

1. χοντραίνω (γίνομαι χοντρός):

χοντραίνω

2. χοντραίνω (άνθρωπος):

χοντραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский