Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρονιάτικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρονιάτικ|ος <-η, -ο> [xrɔˈɲatikɔs] ΕΠΊΘ

χρονιάτικος
jährlich, Jahres-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский