Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρονικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρονικ|ός <-ή, -ό> [xrɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. χρονικός (αναφερόμενος στο χρόνο):

χρονικός
zeitlich, Zeit-

2. χρονικός ΓΛΩΣΣ:

χρονικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский