Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρεία [ˈxria] SUBST θηλ

1. χρεία (ανάγκη):

χρεία
Notwendigkeit θηλ

2. χρεία (στέρηση, φτώχεια, άμεση ανάγκη):

χρεία
Not θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский