Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χνάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χνάρι

χνάρι s. αχνάρι

Βλέπε και: αχνάρι

αχνάρι [axˈnari], χνάρι [ˈxnari] SUBST ουδ

2. αχνάρι (του ράφτη):

Schnittmuster ουδ

αχνάρι [axˈnari], χνάρι [ˈxnari] SUBST ουδ

2. αχνάρι (του ράφτη):

Schnittmuster ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский