Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χειροτερεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χειροτερ|εύω <-εψα> [çirɔtɛˈrɛvɔ] VERB μεταβ

1. χειροτερεύω (κάνω λιγότερο καλό):

χειροτερεύω

2. χειροτερεύω (προκαλώ κακή κατάσταση σε κάτι):

χειροτερεύω

II . χειροτερ|εύω <-εψα> [çirɔtɛˈrɛvɔ] VERB αμετάβ

1. χειροτερεύω (χάνω από ποιότητα):

χειροτερεύω

2. χειροτερεύω (επέρχομαι σε κακή κατάσταση):

χειροτερεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский