Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χειροτέρευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χειροτέρευσ|η <-εις> [çirɔˈtɛrɛfsi] SUBST θηλ

1. χειροτέρευση (ώστε να είναι κάτι λιγότερο καλό):

χειροτέρευση

2. χειροτέρευση (ώστε να είναι κάτι πολύ κακό, ώστε να στενοχωρεί):

χειροτέρευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский