Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χείμαρρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χείμαρρος [ˈçimarɔs] SUBST αρσ

1. χείμαρρος (ορμητικό ρεύμα νερού):

χείμαρρος
Gießbach αρσ
χείμαρρος βουνού
Gebirgsbach αρσ

2. χείμαρρος (ρεύμα):

χείμαρρος και μτφ
Strom αρσ
χείμαρρος αρσ
Sturzbach αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με χείμαρρος

χείμαρρος βουνού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский