Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαμηλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χαμηλώ|νω <-σα, -μένος> [xamiˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. χαμηλώνω (τοίχο):

χαμηλώνω

2. χαμηλώνω (τιμή):

χαμηλώνω
χαμηλώνω τη φωνή μου

II . χαμηλώ|νω <-σα, -μένος> [xamiˈlɔnɔ] VERB αμετάβ

1. χαμηλώνω (κατεβαίνω: θερμοκρασία, τιμές):

χαμηλώνω

2. χαμηλώνω (ελαττώνομαι):

χαμηλώνω

Παραδειγματικές φράσεις με χαμηλώνω

χαμηλώνω τη φωνή μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский