Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φυρ|αίνω <-ανα, -αμένος> [fiˈrɛnɔ] VERB αμετάβ

1. φυραίνω (χάνω όγκο):

φυραίνω

2. φυραίνω μτφ (γίνομαι ανόητος):

φυραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский