Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυντάνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φυντάνι

φυντάνι s. φιντανάκι

Βλέπε και: φιντανάκι

φιντανάκι [findaˈnaci], φιντάνι [finˈdani] SUBST ουδ

1. φιντανάκι ΒΟΤ:

Schössling αρσ

2. φιντανάκι μτφ (παιδάκι):

Hosenmatz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский