Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φορώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φορ|ώ <-άς, -εσα, -έθηκα, -εμένος> [fɔˈrɔ] VERB μεταβ

1. φορώ (βάζω πάνω μου: ρούχα):

φορώ

2. φορώ (καπέλο, γυαλιά):

φορώ

3. φορώ (έχω πάνω μου):

φορώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский