Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φιλοτιμώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φιλοτιμ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [filɔtiˈmɔ] VERB μεταβ (διεγείρω τη φιλοτιμία)

II . φιλοτιμούμαι o φιλοτιμιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με φιλοτιμώ

φιλοτιμώ κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский