Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: νάρθηκας , φανέρωμα και φανέρωση

φανέρωσ|η <-εις> [faˈnɛrɔsi] SUBST θηλ

φανέρωμα [faˈnɛrɔma] SUBST ουδ

νάρθηκας [ˈnarθikas] SUBST αρσ

1. νάρθηκας (σε βυζαντινή εκκλησία):

Narthex αρσ

2. νάρθηκας (σε καθολική):

Vorhalle θηλ

3. νάρθηκας ΙΑΤΡ:

Schiene θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский