Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υστερώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υστερ|ώ <-είς, -ησα> [istɛˈrɔ] VERB αμετάβ

1. υστερώ (μένω πίσω):

υστερώ

2. υστερώ μτφ (είμαι κατώτερος):

3. υστερώ μτφ (μου λείπει κάτι):

Παραδειγματικές φράσεις με υστερώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский