Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υφαίρεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υφαίρεσ|η <-εις> [iˈfɛrɛsi] SUBST θηλ

1. υφαίρεση (κλοπή):

υφαίρεση
Entwendung θηλ

2. υφαίρεση (έκπτωση):

υφαίρεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский