Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπόστεγο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπόστεγο [iˈpɔstɛɣɔ] SUBST ουδ

1. υπόστεγο (αποθήκη):

υπόστεγο
Schuppen αρσ

2. υπόστεγο ΑΕΡΟ:

υπόστεγο
Flugzeughalle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский