Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποστέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποστ|έλλω <-ειλα> [ipɔˈstɛlɔ] VERB μεταβ

1. υποστέλλω (σημαία):

υποστέλλω

2. υποστέλλω μτφ (ελαττώνω):

υποστέλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский