Ελληνικά » Γερμανικά

υπόγει|ος <-α, -ο> [iˈpɔjiɔs] ΕΠΊΘ

υπόγειο [iˈpɔjiɔ] SUBST ουδ

1. υπόγειο (ως χώρος):

Keller αρσ

2. υπόγειο (ως όροφος):

υπογεν|ής <-ής, -ές> [ipɔjɛˈnis] ΕΠΊΘ ΓΕΩΛ

υπογλώσσι|ος <-α, -ο> [ipɔˈɣlɔsiɔs] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

υπογρά|φω <-ψα, -φ(τ)ηκα, -μμένος> [ipɔˈɣrafɔ] VERB μεταβ

υπογάστριο [ipɔˈɣastriɔ] SUBST ουδ

ισόγει|ος <-α, -ο> [iˈsɔjiɔs] ΕΠΊΘ

1. ισόγειος (στο ίδιο ύψος με το έδαφος):

2. ισόγειος (για διαμέρισμα):

Parterre-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский