Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπόγειο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπόγειο [iˈpɔjiɔ] SUBST ουδ

1. υπόγειο (ως χώρος):

υπόγειο
Keller αρσ

2. υπόγειο (ως όροφος):

υπόγειο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский