Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποκρίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . υποκρί|νομαι <-θηκα> [ipɔˈkrinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. υποκρίνομαι (κρύβω πραγματικά μου συναισθήματα):

υποκρίνομαι

2. υποκρίνομαι (είμαι υποκριτής):

υποκρίνομαι

II . υποκρί|νομαι <-θηκα> [ipɔˈkrinɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. υποκρίνομαι ΘΈΑΤ:

υποκρίνομαι

Παραδειγματικές φράσεις με υποκρίνομαι

υποκρίνομαι τον άρρωστο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский