Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποκριτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποκριτής (υποκρίτρια) [ipɔkriˈtis, ipɔˈkritria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. υποκριτής (προσποιητής):

υποκριτής (υποκρίτρια)
Heuchler(in) αρσ (θηλ)

2. υποκριτής ΘΈΑΤ:

υποκριτής (υποκρίτρια)
Darsteller(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский