Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποκλίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποκλί|νομαι <-θηκα> [ipɔˈklinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

υποκλίνομαι μπροστά σε
sich verbeugen vor +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский