Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποκλέπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπ|οκλέπτω <-έκλεψα> [ipɔˈklɛptɔ] VERB μεταβ

1. υποκλέπτω (μήνυμα):

υποκλέπτω

2. υποκλέπτω (τηλεφώνημα):

υποκλέπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский