Ελληνικά » Γερμανικά

υπερμα|χώ <-είς, -ησα> [ipɛrmaˈxɔ] VERB αμετάβ

υπέρμαχος [iˈpɛrmaxɔs] SUBST αρσ

υπέρβασ|η <-εις> [iˈpɛrvasi] SUBST θηλ

υπερθέρμανσ|η <-εις> [ipɛrˈθɛrmansi] SUBST θηλ

υπερμεγέθ|ης <-ης, υπερμέγεθες> [ipɛrmɛˈjɛθis] ΕΠΊΘ

υπερμετάλλαξ|η <-εις> [ipɛrmɛˈtalaksi] SUBST θηλ ΓΕΝΕΤ

υπερμάρκετ [ipɛrˈmarcɛt] SUBST ουδ αμετάβλ

υπερθερμ|αίνω <-ανα, -άνθηκα> [ipɛrθɛrˈmɛnɔ] VERB μεταβ

υπερ|άλας <-άλατος> [ipɛˈralas] SUBST ουδ ΧΗΜ

υπεραξία [ipɛraˈksia] SUBST θηλ

1. υπεραξία (επιπλέον αξία):

Mehrwert αρσ

2. υπεραξία ΟΙΚΟΝ (επιχείρησης):

Goodwill αρσ

υπερβολή [ipɛrvɔˈli] SUBST θηλ

υπερνικ|ώ <-άς, -ησα> [ipɛrniˈkɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский