Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υλικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υλικ|ός <-ή, -ό> [iliˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. υλικός:

υλικός ΦΥΣ, φιλος
Sachschaden αρσ

2. υλικός (σαρκικός):

υλικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский