Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υιοθετώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υιοθετ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [iiɔθɛˈtɔ] VERB μεταβ

1. υιοθετώ (παιδί):

υιοθετώ

2. υιοθετώ μτφ (αποδέχομαι):

υιοθετώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский