Ελληνικά » Γερμανικά

γλιστρίδα [ɣlisˈtriða] SUBST θηλ ΒΟΤ

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

υλιστής (υλίστρια) [ilisˈtis, iˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υλιστής (υλίστρια)
Materialist(in) αρσ (θηλ)

υφαντής [ifanˈdis] SUBST αρσ [iˈfandra], υφάντρια [iˈfandria] SUBST θηλ

Weber(in) αρσ (θηλ)

υλιστικ|ός <-ή, -ό> [ilistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

παρουσιάστρια [parusiˈastria] SUBST θηλ TV

φλαουτίστας [flauˈtistas] SUBST αρσ, φλαουτίστα [flauˈtista], φλαουτίστρια [flauˈtistria] SUBST θηλ

μαεστρία [maɛsˈtria] SUBST θηλ

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский