Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: τροφοδοτώ , τροφοδοτικό , τροφοδοσία και τροφοδότης

τροφοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [trɔfɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

1. τροφοδοτώ (χορηγώ τροφές):

2. τροφοδοτώ (χορηγώ συστηματικά: συσκευές, έπιπλα):

3. τροφοδοτώ ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

τροφοδοτικό [trɔfɔðɔtiˈkɔ] SUBST ουδ (ηλεκτρικής συσκευής)

τροφοδότης (τροφοδότρια) [trɔfɔˈðɔtis, trɔfɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. τροφοδότης (επαγγελματίας):

Lieferant(in) αρσ (θηλ)

2. τροφοδότης ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

Speiser αρσ

τροφοδοσία [trɔfɔðɔˈsia] SUBST θηλ

1. τροφοδοσία (παροχή τροφής):

Verpflegung θηλ

2. τροφοδοσία ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

Speisung θηλ
Zulaufrohr ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский