Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρόφιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρόφιμος [ˈtrɔfimɔs] SUBST mf

1. τρόφιμος (εκείνος που μένει σε ξένο σπίτι):

τρόφιμος
Pensionsgast αρσ

2. τρόφιμος (ψυχοπαίδι):

τρόφιμος
Pflegekind ουδ

3. τρόφιμος (που μένει σε ορφανοτροφείο ή άλλο ίδρυμα):

τρόφιμος
Heimbewohner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский