Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρομάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τρομά|ζω <-ξα, -γμένος> [trɔˈmazɔ] VERB μεταβ

τρομάζω

II . τρομά|ζω <-ξα, -γμένος> [trɔˈmazɔ] VERB αμετάβ

1. τρομάζω (εξαιτίας κρότου):

τρομάζω με
sich erschrecken vor +δοτ

2. τρομάζω (εξαιτίας φοβερού νέου):

τρομάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский