Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τριγυρνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τριγυρνώ

τριγυρνώ s. τριγυρίζω

Βλέπε και: τριγυρίζω

I . τριγυρί|ζω <-σα, -σμένος> [trijiˈrizɔ] VERB μεταβ

1. τριγυρίζω (περικυκλώνω):

2. τριγυρίζω μτφ (κάποιο άτομο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский