Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τουρλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τουρλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [turˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. τουρλώνω (στοιβάζω):

τουρλώνω

2. τουρλώνω (φουσκώνω):

τουρλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский