Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Τούρκος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Τούρκος [ˈturkɔs] SUBST αρσ, Τουρκάλα [turˈkala] SUBST θηλ

1. Τούρκος:

Τούρκος
Türke αρσ (Türkin) θηλ
ένας Τούρκος ηθοποιός

2. Τούρκος μτφ (οργισμένος):

γίνομαι Τούρκος

Παραδειγματικές φράσεις με Τούρκος

γίνομαι Τούρκος
ένας Τούρκος ηθοποιός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский