Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τουμπάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τουμπάρ|ω <-α [ή -ισα], -ισμένος> [tumˈbarɔ] VERB μεταβ

1. τουμπάρω (ρίχνω):

τουμπάρω

2. τουμπάρω μτφ (μεταπείθω):

τουμπάρω

II . τουμπάρ|ω <-α [ή -ισα], -ισμένος> [tumˈbarɔ] VERB αμετάβ

1. τουμπάρω (γυρίζω ανάποδα):

τουμπάρω

2. τουμπάρω (αυτοκίνητο):

τουμπάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский