Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τερηδόνα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τερηδόνα [tɛriˈðɔna] SUBST θηλ

1. τερηδόνα ΙΑΤΡ:

τερηδόνα
Karies θηλ

2. τερηδόνα (ξύλου):

τερηδόνα
Holzwurm αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский