Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τερετίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τερετί|ζω <-σα> [tɛrɛˈtizɔ] VERB αμετάβ

1. τερετίζω (κελαϊδώ):

τερετίζω

2. τερετίζω μτφ (σιγοτραγουδώ):

τερετίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский