Ελληνικά » Γερμανικά

τεκτονικ|ός1 <-ή, -ό> [tɛktɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ ΓΕΩΛ

τεκτονικ|ός2 <-ή, -ό> [tɛktɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ (του τεκτονισμού)

τεκτονικός
Freimaurer-, freimaurerisch

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский