Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ταρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [taˈrazɔ] VERB μεταβ

1. ταράζω (το νου):

ταράζω

2. ταράζω (ενοχλώ: ύπνο):

ταράζω

3. ταράζω (συγκλονίζω):

ταράζω

4. ταράζω (αναστατώνω ψυχικά):

ταράζω

II . ταράζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με ταράζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский