Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τέμπο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τέμπο [ˈtɛmbɔ] SUBST ουδ ΜΟΥΣ

τέμπο
Tempo ουδ
κρατάω το τέμπο
με το τέμπο μου

Παραδειγματικές φράσεις με τέμπο

με το τέμπο μου
κρατάω το τέμπο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский