Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύσφιξη σύσφιγξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύσφι(γ)ξ|η <-εις> [ˈsisfi(ŋ)ksi] SUBST θηλ

1. σύσφι(γ)ξη (των μυών):

Anspannung θηλ

2. σύσφι(γ)ξη (βίδας):

Anziehen ουδ

3. σύσφι(γ)ξη μτφ (σχέσεων κτλ):

Festigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский